Θα ανοίξω ένα μονοπάτι ως κάτω στη θάλασσα
να το κατέβω Κυριακή
ξυπόλητος
φορώντας τα καλά μου
για να παντρευτώ τα ίχνη σου στην άμμο
και ίσως ότι γεννηθεί να έχει
του φλοίσβου το αιώνιο κλάμα
την κραυγή ενός γλάρου
που βουτά να βυζάξει το κύμα
του ορίζοντα τα άδολα χέρια
και για σώμα την αύρα
που χαϊδεύει σαν ψυχές τα καράβια
που περνούν σιωπηλά
απ’ το ίδιο το κύμα σπρωγμένα
που όλο σβήνει στην άμμο τα χνάρια.
να το κατέβω Κυριακή
ξυπόλητος
φορώντας τα καλά μου
για να παντρευτώ τα ίχνη σου στην άμμο
και ίσως ότι γεννηθεί να έχει
του φλοίσβου το αιώνιο κλάμα
την κραυγή ενός γλάρου
που βουτά να βυζάξει το κύμα
του ορίζοντα τα άδολα χέρια
και για σώμα την αύρα
που χαϊδεύει σαν ψυχές τα καράβια
που περνούν σιωπηλά
απ’ το ίδιο το κύμα σπρωγμένα
που όλο σβήνει στην άμμο τα χνάρια.