Κυριακή 27 Απριλίου 2008

χωρίς γράμμα πια σου γράφω...


Σου γράφω πάλι. Ακοίμητος. Άυπνος
Άγνωστες λέξεις με κατακλύζουν καθώς όλο το σύμπαν μιλάει μέσα μου για σένα.
Κι ούτε ξέρω που να το στείλω έτσι αλύτρωτο τούτο το γράμμα… Φανέρωσε μου τον τόπο…
Όσες γνωστές λέξεις ήξερα μου τις πήρε το ανεπίδοτο στα προηγούμενα γράμματα. Τι ωφελεί το χαρτί πια;
Τι ωφελεί το ευανάγνωστο στο μη ιδωμένο;
Τι ωφελεί η γραμματική στο αναλφάβητο «δεν μπορώ να σε δω, να σε έχω»;
Μου εξαντλήθηκε ο γνωστός λόγος. Τόσα «που είσαι;» τόσα «πως μπορείς μακριά;» τόσα «φανερώσου»…
Περίεργο δεν είναι; Εδώ είναι τρεις το πρωί κι ούτε που ξέρω εκεί τι ώρα σου λέει ο χρόνος πως είναι για μένα.
Τι σημασία έχει θα μου πεις πότε και πως σου απαντά η απουσία;
Ο χρόνος πάντα μετρά στα συνήθη λεπτά. Τόσα του ύπνου , τόσα του ξύπνου, τόσα του με τα μάτια ορθάνοιχτα, τόσα του απεγνωσμένου…
Στο τελευταίο γράμμα σου είχα πει πως συνήθισα πια να μη κοιμάμαι. Το νεότερο είναι ότι απ’ το φόβο μη περάσεις σε ένα κλείσιμο των ματιών και χαθείς αφαίρεσα τα βλέφαρα μου.
Μα τι να τα κάνει κανείς τα βλέφαρα μες στα πηχτά σκοτάδια; Τι να τα κάνει και τόσα όνειρα κλειστά; Ποιος θάρθει πια να μου τα πάρει; Τώρα δακρύζω θέλω δε θέλω και θολώνουν οι σκέψεις.
Ναι, να ξέρεις πως δε φταίει η θάλασσα των αποστάσεων αν οι λέξεις έχουν κάπως μουλιάσει. Και στεγνά καθαρά ολοστρόγγυλα όσα είχαν γραφτεί δεν υπάρχει κανένας μπροστά τους εκεί να τα διαβάσει…
Ναι τώρα σε άγνωστη γλώσσα σου μιλώ και γράφω.
Θα απορείς πως χώρεσαν τόσες άγνωστες λέξεις στο αδιαχώρητο ξανά και ξανά και ξανά ειπωμένο; Μα τι αξία έχει πια ο άνευ παραλήπτη σωστά αρθρωμένος ανθρώπινος λόγος θα σου απαντούσα εγώ. Και τα όσα ευανάγνωστα σου έχω γράψει όσα θέλαν να σου πουν θα έχουν πια γεράσει.
Θυμάσαι το δάσος που πάντα σου έλεγα να περπατήσουμε όταν θα ‘ρθεις εκεί;
Κάποιοι το έχουνε κάψει. Θες ένα καμένο κλαδί απ’ τα χιλιάδες «που είσαι;» Ένα φύλο που φύλαγα σαν θάλεγες το πρώτο «γεια σου, ήρθα»… Είναι κίτρινο γιατί οι ελπίδες φύλο το φύλο έτσι γερνάνε, κιτρινίζοντας. Παίρνουν το χρώμα πάντα χρυσών νομισμάτων κάτω από τα δέντρα ίσως για ξεπληρώσουν έτσι τα πανάκριβα παλιά θροϊσματα τους…
Μα και το πρόσωπο σου εντός μου είναι πια πιο ωχρό. Έχουν ασπρίσει και τα μαλλιά σου… τώρα πια δεν ξέρω αν θροϊζουν αυτά η στάχτη όταν το φύλλο ονειρεύεται λευκά και γκρίζα όνειρα στα εντός κλαδιά και εσύ στρέφεις το κεφάλι προς το καμένο δάσος…
Το όνομα σου σε όλα τα γράμματα μου έχει σβηστεί…Γι αυτό γράφω ονόματα που δεν έχουν ποτέ ακουστεί για να μη ξέρει πως σε λένε ο χρόνος. Κάποτε σε λέω ανέγγιχτη ρίζα , άλλοτε λευκό μου έλα και άλλοτε το πιο μαύρο κομμάτι στο καμένο δάσος
Ο ταχυδρόμος λέω θα έχει πολύ οργιστεί μαζί μου και ίσως τα γράμματα να τάχει πετάξει।
Μα το πρόσωπο σου πάντα εκεί. Αλλαγμένο απ’ τα χρόνια και χλωμό απ’ τη στιγμή που βαθιά μου το είχα χαράξει.
Πότε κλαις εκεί μακριά και πότε νομίζω πως λες «κι αυτό θα περάσει».
Τότε κι εγώ κάθομαι εκεί μπροστά στο κίτρινο φύλλο και μιμούμενος εσένα του λέω σε μια άγνωστη γλώσσα «γεια σου ή ρ θ α»… Μα και το κίτρινο του έχει τόπους τόπους γεράσει. Δεν με ακούει καλά τελευταία.
Και πια δεν τρέμω για σένα μα για το άρρωστο κίτρινο φύλλο.
Μη φυσήξει απ’ το «γεια» δυνατά και χαθεί σαν και σένα στο καμένο δάσος.
Ή μη πνιγεί απ’ τα φιλιά και μου πεθάνει στα χείλια…

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

ΕΘΕΛΟΥΣΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟΣ



Που πας ψυχή μου μόνη
εν μέσω φωτός και σκότους;
Εκεί μόνο η σκιά ζυγώνει
εκεί παιδί δικό τους
έχουν τη μοναξιά…
Μη πας ψυχή δεξιά
η άβυσσος πεινά
μα και ζερβά τυφλώνει
και λιώνουν τα φτερά…


Πέτα ψυχή μου πέτα
γίνε ένα μπαλόνι
στο Πάσχα που λυτρώνει
και πήγαινε ψηλά!



ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!

Κυριακή 20 Απριλίου 2008

πάλιωσε ο κόσμος, έγειρε..

Πάλιωσε ο κόσμος, έγειρε
και η ζωή χωλένει….

Σβουνιά να είναι στα σύννεφα
ή ήλιος που πεθαίνει;
Και σε ό,τι χρόνια έγνεφα
γιατί σταυρό ανεβαίνει;

Ποιόν έδεσα; Ποιόν κάρφωσα;
που βρήκα τα καρφιά
κι έτσι με μιας ανάλωσα
της γης την ομορφιά;


Κρυώνω. Από πού φύσηξε;
Ποιος μου ‘σκισε τα ρούχα;
Με θάνατο ποιος τύλιξε
ό,τι για απέθαντο είχα;

Κι εκείνο μου το ομοίωμα
που κουβαλάει σταυρό
που πάει το ικρίωμα
της γης στον ουρανό;

Έγειρε η μέρα τέλειωσε
απ’ το μεγάλο ψέμα
πως ό,τι το χάραμα έσβησε
θα αναστηθεί τo γέρμα…




Είπαν με άφεση θα ξεπλυθεί
η σβουνιά με το στανιό
πως ο πιλάτος θα χαθεί
και θάρθει πνεύμα νιο!






Ψεύτικε κόσμε πάλιωσες
άσε τα παραμύθια
και τα κεριά που έλιωσες
ήταν από συνήθεια!

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008


Δεν θα είμαι εδώ όταν θάρθεις.
Και ας μην έφυγα ποτέ!
Μέρες είχα καθίσει σε εκείνο το μεγάλο ψαθωτό σου
«περίμενε θα ‘ρθω»
για να έχει κάτι να περνάει την ώρα του ο χρόνος.
Πιάστηκα. Όχι στη μέση. Παντού!
Θες απ’ το πολύ χθες; Θες απ’ το χωλό το «θάρθω;» Δεν ξέρω.
Τα επόμενα χρόνια άλλαξα θέση. Πάντα βολεύει καλύτερα
το μονοθέσιο σκαμπό του
«μπορεί και να αργήσω».
Έχει βλέπεις γύρω γύρω θέα και τέσσερα επί τέσσερα πόδια.
Εκεί ομολογώ κάπως ξεπιάστηκα. Σα νάχα και οδηγό δικό μου
μόνο που του άλλαζα τις βάρδιες κάθε ώρα γιατί η αναμονή θέλει ξεκούραστο οδηγό
ειδικά όταν ανεβαίνεις του ρολογιού εκείνες τις απότομες τις δεξιές των ανυπόμονων
δευτερολέπτων τις στροφές στον τοίχο.
Έτσι φτάνεις στην κορφή της μέρας, της βδομάδας.
Ο μήνας μετά δεν έχει κορφές. Ένα οροπέδιο είναι που του λείπει το μισό βουνό.
Εκεί πας ακόμα πιο αργά. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει άλλη κορφή να περιμένει.
Κι ούτε σε κυνηγάει κανείς. Και το βουνό σου έχει αίφνης τελειώσει.
Μετά -τα ξέρεις – αρχίζει η πλαγιά του «μάλλον δε θαρθεί».

Εκεί έχει μεγάλη κατηφόρα.
Όχι, όχι προς τα κάτω. Προς τα μέσα. Μια κατηφόρα από γύρω – γύρω, από παντού.
Και όσο καλό οδηγό κι αν έχεις το «δεν θαρθεί» σε πάει μόνο του.
Δε λέω τον διασκέδασα κι εγώ τον χρόνο. Μέχρι τέλους!
Ειδικά στις ατέλειωτες στροφές του κατεβαίνοντας!
Γι αυτό λέω δεν θάμαι εδώ όταν θάρθεις!
Και ας μην έφυγα ποτέ από εκείνο το «περίμενε θα ‘ρθω» ούτε στην ανηφόρα
ούτε και τότε που απ’ το ασυγκράτητο στην κατηφόρα «δεν»
του σπάσαν μέσα μου αναπάντεχα τα φρένα!


Κι αν τύχει νάρθεις κάτσε στο ίδιο το σκαμπό
απ’ τη μεριά με τη μεγάλη κατηφόρα
κι όταν στην τελευταία της στροφή ακούσεις κάτι σαν κραυγή
πέτα από το τριαντάφυλλο κάνα δυο πέταλα
στου εξαίσιου ίλιγγου την ηδονή
σαν σε δικό σου αντεραστή
γενναία δώρα!

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

αυτό μπορούσα!



Θυμάμαι που μου λέγανε
όταν ζωή ζητούσα
«έδωσα ό,τι μπορούσα»
κι εκείνους που δε μένανε
όταν παρακαλούσα
που λέγαν σα με βλέπανε
"κάποτε θα περνούσα…»

Θυμάμαι κι άλλους που είχαν πει
καθώς αιμορραγούσα
«πήρες την κατιούσα…»

Δεν ήξερα τι πάει να πει
«έδωσα ό,τι μπορούσα»
Και πότε είναι το
«κάποτε…
κάποτε θα περνούσα…»

κι ούτε γιατί μου λέγανε
«πήρες την κατιούσα…»

Μα ούτε κανείς τους πίστευε
πως σαν αιμορραγούσα
μες στο δικό τους
«κάποτε»
δικό μου κατακόκκινο ένα
«αυτό μπορούσα»
έσταζε και ξεχρέωνε
όσα εγώ ζητούσα
!

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Φώναζαν «κρύψου» στις γωνιές
κι ένα «σε είδα, βγες»
με πρόδωσε και βγήκα
μα ούτε αυτόν που φύλαγε
ούτε ποιος τόπε βρήκα!


Εκεί που αντηχούσαμε
το
«φτου ξελευτερία»
σκουπίζει ό,τι φτύσαμε
στη γη της, η ουτοπία
κι ότι άφτυστο αφήσαμε
το κρύβει με αγωνία!


Κι εκεί που περπατούσαμε
τώρα βαδίζει η λήθη…
Τα τσέρκια που κυλούσαμε
Κυλούν στο παραμύθι
κι οι δράκοι που μισούσαμε
Κρύφτηκαν μες στα πλήθη…

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

η πύλη του ονείρου


Πίκρα, πόνος και οργή
πόρτες που βγάζουν η μία στην άλλη…
Η χαρά που μεθάει κι αργεί
κι όλο χάνει την πόρτα απ’ τη ζάλη…

Και του ονείρου η γλυκιά φυλακή
με μια πύλη ανοιχτή και μεγάλη
δεν αρνιέται ποτέ να μας βγάλει
στη φριχτή γειτονιά μας εκεί
που η πίκρα, ο πόνος κι η οργή
έχουν σπίτια, χωράφια και γη
αλλά πόρτα στενή – σκοτεινή

μα η χαρά που μεθάει κι αργεί
κι όλο ψάχνει λάθος κλειδί
θέλει πύλη ονείρου μεγάλη।

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

...μια πεταλούδα.. μια θάλασσα..μια θύελλα και μια ανθισμένη φύση...όποιος σε δει κατάματα μπορεί να συναντήσει...


Να πείτε στο απρόβλεπτο να μη φανεί από δω
να πάει απ’ το άλλο το στενό που στέρεψε η ζήση
που μήνυσε η γριά η μαμή πως δεν θα ξεγεννήσει…
Να πείτε στο απρόβλεπτο δε θέλω να το δω
έχω τη διαβεβαίωση πως θάχουμε αιθρία
δεν θέλω πάλι ψεύτικη δήθεν πανωλεθρία
σαν τις προάλλες που έριξε ψεύτικο κεραυνό
κι ενώ η ΕΜΥ έλεγε «η άνοιξη είναι εν πλω»
άστραφτε και μου τρόμαξε άδικα τόσα πλοία…
να πείτε στο απρόβλεπτο ότι δε θα ‘μαι εδώ
δεν πέφτω στου «αιφνιδιασμού» την δήθεν την παγίδα
να μπουμπουνίζει ψέματα σε άνοιξης αλήθεια…
εκτός κι αν έχει γνήσια αίφνης μια καταιγίδα
γιατί οι «φο» οι κεραυνοί μου γίνανε συνήθεια!

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008


... και όποιος φωνάξει πιο δυνατά
διψώ
να ρθει να πληρωθεί.

Κυριακή 6 Απριλίου 2008





Τόσο μικρή κι όμως πετάς!
είπε στην πεταλούδα η σελήνη
έτσι ακούγεται το απέραντο σωστά απάντησε εκείνη
και τι ακούς απόψε και πετάς;
του φεγγαρόφωτου σου τη αιώνια γαλήνη
κι όταν κάποιες στιγμές ακινητείς τι φοβάσαι;

μα τη θεόρατη σκιά

των φτερωτών μικρών πραγμάτων.


έγραφα...
μα ποιος έσβησε
ότι ήτανε γραμμένο;
Και ότι έσβησε τι άφησε
πίσω του πριν χαθεί
κι έμεινε ανεξίτηλο
μέσα μου το σβησμένο;

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

η προφητεία...


Σε ανεμοστρόβιλο έχω πέσει και πετώ
με μια τσιγγάνα καθώς μου έλεγε τη μοίρα
και πάνω που έμελλε μεγάλη πόρτα να διαβώ,
του ανεμοστρόβιλου με άρπαξε η σπείρα…
«αγάπη μαύρη σε παλεύει από καιρό
με μάγια που έδεσε στην κούνια σου μια λάμια…»
άκουγα τα λόγια της μέσα στο χαλασμό
σαν μου μπηγόντουσαν ξερά κλαδιά, καλάμια
μέσα στα χέρια της κομμένα απ’ τον καρπό
τα δυο μου χέρια με την τύχη μου κομμάτια
και στης ζωής μου τη βαθειά την ατραπό
χαμένα ίχνη, γκρεμισμένα μονοπάτια.
Εκεί σε είδα, αστραπή κι αερικό
σαν με χτυπούσε καταιγίδα μες τα μάτια
έστηνες γύρω μου χορό εξωτικό
κι έτρεχαν πίσω σου συντρίμμια μου σαν άτια.
Πλάι μου σφύριζαν δυο κοφτερά καλάμια
«αγάπη μαύρη σε παλεύει από καιρό
με μάγια που έδεσε στην κούνια σου μια λάμια…»
και κάποια πόρτα που την πέταξε ως εδώ
του ανεμοστρόβιλου η οργή κι η αγριάδα
έχασκε μπρος και πίσω ουρανό
και από κάτω της η λάμια μου μαινάδα…
ένα φουστάνι γύφτικο πετούσε μοναχό
και ένα κόκκινο μαντήλι κυνηγούσε
μα η τσιγγάνα και γυμνή μες στο χαμό
τα δυο κομμένα χέρια μου κοιτούσε
« αγάπη μαύρη σε παλεύει από καιρό
και μια μεγάλη πόρτα θα περάσεις
χίλια κομμάτια θα κοπείς απ’ τον καημό
του ανεμοστρόβιλου την πείνα να χορτάσεις!»

Άλλη φορά τσιγγάνες δε ρωτώ
ξέρω πως κόβουν τα καλάμια
ξέρω που κρύβεται το ξωτικό
και που το πάει η σκύλα η λάμια।

βίντεο ποίηση...σε κάθε τέλος...

Σε κάθε τέλος έλεγα αρχή
αυτό το τέλος θα στάξει
μ’ αυτό που καρτερούσα ναρθεί
κάτι το έχει τρομάξει
λες και το κάλεσμα νάχει χαθεί
κάπου ανάμεσα σώμα – ψυχή
κι ότι πάει τη ζωή να αλλάξει
ραγισματιά που γκρεμίζει όπου στάξει...

Έλεγα τέλος κι έβαζα αρχή
μα κάθε αρχή μου έχει ρημάξει

σταλαγματιά τόσο ρηχή
σ' άδειο κουκούλι δίχως μετάξι

ο ερχομός μια σκιά που έχει χαθεί
κάπου ανάμεσα σώμα – ψυχή
και δεν αφήνει τη ζωή μου να αλλάξει

τι νάχε η αρχή από κάθε τέλος φυλάξει;
αγάπη; μίσος; οργή;
και πόσο ακόμα αργεί
μια καινούριας ημέρας η αρχή να χαράξει;

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008


Δεν μπορώ να ονειρεύομαι πια
σαν ζωή που σαλεύει αργά στη ζωή που δεν έχει
σαν το φύλλο που έχει φύγει απ’ το κλαδί που το τρέφει
σαν μια πέτρα που κοιτάει ψηλά και τη γη δεν αντέχει
σαν σπασμένο απ’ τους ήχους του ντέφι…
Δεν μπορώ να ονειρεύομαι
πια
σαν μια λήθη που ξυπνά ξαφνικά και κοιτά πουθενά
σαν το δώρο που τρέμει μες στο χέρι του κλέφτη
σαν το γέλιο που κόπασε πια και σε κλάμα γερνά
σαν πληγή βουτηγμένη σε νέφτι…
Δεν μπορώ να ονειρεύομαι
πια
σαν την άλλη φορά, την καμία φορά που μου πέφτει
σαν χαμένο κι αβέβαιο ξέφτι….

Θα ονειρεύομαι πια
τη ζωή αγκαλιά με άλλο φύλλο, άλλο ντέφι
με ένα γέλιο ξανά
θα ονειρεύομαι πια
πως η πέτρα τη μια φορά ανεβαίνει ψηλά
και την άλλη με φόρα στη λήθη πως πέφτει
και καρφώνει ξανά στα αβέβαια μέσα το ξέφτι
πως βουτάει κι άλλη μια μες στο νέφτι
και από κει στην πληγή σαν δώρο δικό μου κυλά
στη ματωμένη παλάμη του κλέφτη!





Πέμπτη 3 Απριλίου 2008



Ενα βράδι ήρθε στο όνειρο μου
ολόασπρη η πεθαμένη, πορτοκαλί μικρή μου πεταλούδα
"γειά, καλώς ήρθες" μου είπε και κάθησε στον ώμο μου
"μα εγώ δεν πέθανα ακόμα " της απάντησα
"που το ξέρεις;"
"δε βλέπεις που ακόμα ονειρεύομαι;"
"τότε καλώς ήρθα" φτεροκόπησε χαρούμενη
και παίρνοντας τα πρώτα φωτεινά της χρώματα
πέταξε σε όλη τη ζωή μου πίσω
ώσπου ξαναβγήκε από το ίδιο παράθυρο που είχε μπεί
- σε κείνο το παιδικό μου πρωινό.
Από τότε δεν την ξανάδα πουθενά
όμως ξέρω καλά
πως πάντα υπάρχει μιά αόρατη πορτοκαλί γραμμή
που ξεκινάει από κάτι αγαπημένο που έχει από καιρό τελειώσει
- μα επιστρέφει γιά ένα "γειά"
και καταλήγει σε κείνο το μικρό ανάχωμα του κήπου
που αναπάντεχα μισά όσα αγαπήσαμε τα θάψαμε
.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008


Μάταια βρέχεσαι Απρίλη
και μη κλαις!
Σε δάκρυα ανοιξιάτικα
έχω πνιγεί κι άλλες φορές
άλλα χρωστάς
για να σε ταξιδέψω.

Τρίτη 1 Απριλίου 2008


Γράψε
πως μοναχά εγώ ποτέ δεν σε άφησα μόνο

μου είχε πει η μοναξιά
και το γράφω…


Πολλή η σιωπή για έναν άνθρωπο...
λέω να την μοιραστούμε!


- Από τι είσαι και λάμπεις τόσο; είπε το πουλί στο άστρο,
- από ουρανό και άφεση, απάντησε το άστρο -εσύ;
- από συγνώμη και φτερά
- και πως πετάς τόσο χαμηλά;
- πονώντας.

βίντεο - ποίηση, στίχοι Γ.Ποταμίτη μουσική Νότη Μαυρουδή τραγουδάει η Μόρφω Τσαϊρέλη

ψάξε...


Ψάξε…
για έναν τόπο που καίει φωτιά
Θυσία σε ένα θεό
που έχει χαθεί από καιρό
μα είναι τόσο κοντά
όσο στο στόμα που διψά το νερό
έλα...
σ΄ αυτόν τον τόπο που έχει καιρό
να δει ανθρώπου θωριά
κι ανάβουν νύχτα κεριά
να φέξουν σ’ έναν ναό
που τον γκρεμίζουν την αυγή θεριά
έλα...
σ΄ αυτόν τον τόπο που έχει για γη
όσα φωτίζει η αυγή
που έχει για τέλος κι αρχή
τη δική σου τη ζωή
κι ότι του λείπει το κρατάς εσύ
Ψάξε
Εθελουσία δική σου οδό
το όνειρο είναι εδώ
μα έχει χαθεί από καιρό
ένα μικρό φυλαχτό
που το φοράν οι χαρές στο λαιμό.
έλα...
κι ασ’ την ψυχή στην ψυχή να πετά
και με τα δυο της φτερά
πετά και βλέπει στη ζωή τι αξίζει η χαρά
και των αγγέλων τις ψυχές ξεδιψά.

νιώσε...
πόσα η καρδιά μοναχή δεν μπορεί
κι όσα μια μόνη ψυχή
αδυνατεί για να βρει
νοιώσε όσα φέρνει η βροχή
σε ένα δάσος που διψούν οι ανθοί


βίντεο - ποίηση Γ. Ποταμίτη Μουσική Ν. Μαυρουδή

το σώμα του καλοκαιριού...
Πάντα ήμουν μιας ηλικίας που όταν γύριζα να την αγγίξω
αυτή είχε φύγει
όπως τα Καλοκαίρια που μου άφηναν κάθε φορά
ένα σώμα πλαγιασμένο στην άμμο
σαν να ήταν κάποια άλλη εποχή να το αναστήσω…
μα όταν ανέβαιναν τα κύματα και το έπαιρναν
δεν ήξερα πως να το φωνάξω πίσω…
και ίσως να μην είχε νόημα το όνομα του
αφού κάθε επόμενο καλοκαίρι
επέστρεφε με ξένα σώματα
σώματα ναυαγών από άγνωστους τόπους…
και ίσως από παιδιά πρέπει να συνηθίζουμε τους αποχωρισμούς
αφού παντού είναι σκορπισμένοι οι κόκκοι του αναπόφευκτου
σαν απέραντη άμμος
που πότε τους ενώνουμε σε κάτι δικό μας στην ακτή
και πότε τους κάνει δικούς του το πέλαγο
για να μας μένει ακέραια η μνήμη εκείνης της αφής
από κάτι σκορπισμένο στη ζωή
που περιμένει κάποιον να το μαζέψει
και να το αφήσει
στις ακτές ενός πέλαγου που πάλι θα το κλέψει
αφού τα χέρια μέσα στα κύματα που το παίρνουν
είναι άπειρες φορές μεγαλύτερα
από δυο χούφτες ξεχειλισμένες δάκρυα
ενός μονάχα ανθρώπου…

 
Site Meter