δεν γνωρίζω ποιος φτιάχνει το φως
μα ξέρω πόσο διψάει για φως
η ψυχή σου...
κλείσε τα μάτια
και κοίτα εντός σου
στου ουρανού τη μεριά...
είναι από ώρα που λάμπει
ένα αστέρι
με άρωμα ρόδου
και αγγέλου θωριά...
έχε το πάντα μαζί σου
δεν γνωρίζω ποιος φτιάχνει το φως
μα ξέρω πόσο διψάει για φως
η ψυχή σου...
κλείσε τα μάτια
και κοίτα εντός σου
στου ουρανού τη μεριά...
είναι από ώρα που λάμπει
ένα αστέρι
με άρωμα ρόδου
και αγγέλου θωριά...
έχε το πάντα μαζί σου
Κάθε που «θάλασσα» λέω
ένα καράβι κορμί με βυθίζει
κι ένα κουπί στην ψυχή φευγαλέο
κωπηλατεί κι όλο το πέλαγο βρίζει…
ποτέ δεν βρήκα καπετάνιο γενναίο
μα ούτε ναύτη από καιρό να γνωρίζει
παλιά η ψυχή, το πέλαγο νέο
σπάει το κουπί και η δίνη με ορίζει…
ποιο χέρι να γυρίζει το κλειδί
και το απέραντο του χρόνου ξεκλειδώνει
και μπαίνει στη ζωή μας η στιγμή
σαν πεταλούδα που γυρεύει της αβύσσου το τριζόνι
αφήνοντας την πόρτα πάντα ανοιχτή
σε ένα φτερούγισμα που πίσω δεν μπορεί να ‘ρθει
μα σε όλη την άβυσσο τον ήχο μεγαλώνει …
Απόμακρη του σύμπαντος ηχώ
και χαίνουσα της γης γαλήνη
θεοί που κάματε ψυχή για ουρανό
και σάρκα για πηλού καμίνι
φύση που πάντα ήθελες για λίγο και μισό
ό,τι ακέραιο σου γύρευε να μείνει
θνητών μυαλά που δέσατε στον ίδιο τον τροχό
όσα μισά τα κόβει η οδύνη
σε ένα πέρασμα ρηχό
με όσα τα ραίνει της ζωής η κρήνη.
Μοίρες εσείς
τον κόσμο που αφήσατε να γίνει
θαρρείτε πως σας τον χρωστώ;
Χρωστάω μόνο όσα δίνει
ο δρόμος πλάι στον γκρεμό
κι όσα στην άκρη του αφήνει
πότε η ασίγαστη ηχώ
και πότε μια ψιχάλα από την κρήνη.
Χρυσός που όλο ακριβαίνει η χαρά
και ζυγός που όλο κλέβει ο χρόνος
το ένα τάσι σηκώνουν φτερά
το άλλο το βυθίζει ο πόνος
για όσα κλέβει η στιγμή που περνά
καθώς ζυγίζει ότι δεν είμαστε πιά
όσα πίσω η ζωή ποτέ δεν γυρνά.
Λες και ο χρόνος επίτηδες μόνος πετά
για να ζυγίζει διπλά στο τάσι του ο πόνος.
Να μπορούσε το δείλι
- μου είχες πει μια φορά
πριν περάσω την άγια του πύλη
να μου πάρει τα δυο μου φτερά
να βυθίσω για λίγο το σώμα
στου πελάου τα κρύα νερά
και θυμάμαι ακόμα
που είχε βάλει στο πέλαγο αέρα
και μια βάρκα χανόταν μακριά
παίρνοντας μαζί της τη μέρα…
… μόλις άρχισε κι άλλο ένα δείλι
στο γιαλό τι γλυκά που φυσάει
μα έχει κλείσει για πάντα η πύλη
και η βάρκα πάλι τη μέρα τραβάει
μα με πανιά δυο φτερά
κι εκεί στο βυθό μια σκιά κολυμπάει
με δυο τραύματα πύλης στον ώμο ανοιχτά.
Σαν ψυχή η βροχή που κυλάει στο τζάμι
που σαλεύει και κλαίει και πότε πότε γελά
για ότι ζει εκεί μέσα σα να ζει σε θαλάμη
και θολώνει το τζάμι να μη το βλέπει καλά…
πως αλλάζει μορφή η βροχή
στη ζωή μας σαν στάζει
σαν υγρή παγωμένη ψυχή
τι κοιτά στο γυαλί και τρομάζει;
εκεί στη σκάλα που κανείς δεν περνά
ποια να κοιτάζει αόρατα ίχνη
κι όλο χαϊδεύουν σκαλοπάτια γυμνά
οι υγρές οι ματιές που τους ρίχνει;
τι να βλέπει που κανείς δεν γνωρίζει
κι από τοίχο σε τοίχο ποια σκιά να ζητά
και τόσα δάκρυα σε ποιόν τα χαρίζει
που βρέχει από ώρα με αναφιλητά;
Παραπεταμένα λυχνάρια αγοράζω
ένα πνεύμα ξεχασμένο ίσως βρω
τις τρεις ευχές να ζητά μα εγώ να κοιτάζω
στα μαγικά του τα μάτια τον χαμένο καιρό…
ένα πνεύμα,
να το λένε Αντώνη, Βαγγέλη ή Νικόλα
να μη μου μιλά μα να ακούγονται όλα
των ονείρων η πόλη με τα φώτα σβηστά
οι μεγάλες αγάπες με δυο χείλη κλειστά…
να του λέω Αντώνη μη κοιτάς το φεγγάρι
να του λέω Βαγγέλη να κοιτάς πιο κοντά
να του λέω Νικόλα πόση φόρα είχες πάρει
και μας πήγες τις ζωές τόσες ζωές μακριά;
η μαργαρίτα εκείνη που μαδούσαμε Αντώνη
δεν ήταν λουλούδι, ήταν η δική μας κοπέλα
ήταν η μαγική μας η πόλη Βαγγέλη που λιώνει
ήταν ο χρόνος Νικόλα που μας έλεγε έλα…
και τώρα φύγε Αντώνη, κρύψου Βαγγέλη
χάσου κι εσύ ρε Νικόλα
πως γίνατε όλα τα λυχνάρια μια αγέλη;
Άδεια λυχνάρια πως γίνανε όλα;
Είδα αμέτρητες φορές που κύλαγε ο τροχός
και άλλες που ταξίδευε μονάχο του το δάκρυ
είδα στην άμπωτη να αδειάζει ο γιαλός
και να ραγίζει ο βυθός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Είδα τις μέλισσες να αφήνουν το κεντρί
και να πονούν που έδωσαν σε άλλον το φαρμάκι.
Είδα πως καίει η φλόγα το δεντρί
είδα πως γίνονται τα ανθρώπινα τα ράκη…
Είδα να σφίγγονται τα χάδια σε γροθιές
είδα η αγάπη να μισεί ότι αγαπούσε χθες...
δεν είδα καθώς πέρναγα σ’ εκείνες τις στροφές
μια πινακίδα που έκρυβαν κάτι ξερολιθιές
που έγραφε « μονόδρομος, τελειώσανε οι ευχές
είμαι ο μόνος δρόμος σου με θέλεις δε με θες».
Ο αιώνιος χρόνος η στιγμή που κυλά
η στιγμή που μας φέρνει
από μέρη που η ψυχή σαν θεός τα φυλά.
Μια αιώρα ο χρόνος που ότι δίνει το παίρνει
για να το φέρει αν αξίζει ξανά.
Έτσι ανοίγεται ο ανθρώπινος δρόμος
με ότι βαθιά από μέσα περνά
με ότι μας παίρνει και μας πάει μακριά…
Μια βαρκούλα του χρόνου η στιγμή
που απ’ τη μια μεριά γράφει «έλα μπες»
και στην άλλη γραμμένο έχει ένα «μη»
έτσι ορίζει τι μένει και τι το περνάει στο χθες…
Η στιγμή στο βασίλειο του χρόνου ο νόμος
μα γυρνώντας αλλάζει και λέει κάποτε: «κι όμως
ό,τι αξίζει με ορίζει και το αφήνω να ζει».
Η αγάπη που δίνεις είναι η αιώνια στιγμή
δεν την παίρνει ο χρόνος
αυτή είναι του νόμου το «όμως…»
αυτή έχει γράψει στη βάρκα το «μη».
κάποτε δεν αρκεί ένας μορφασμός πόνου
χρειάζεται ολόκληρη η οδύνη!
Κάποιος με ρώτησε κάποτε «από πού πάνε στην άβυσσο;» «δεν ξέρω» του απάντησα «κι εγώ έχω χαθεί». Κάποιος με προσπέρασε κάποτε χαμογελώντας στο άγνωστο. Τάχυνα και προσπέρασα κι εγώ κι ένα με το άγνωστο είχα γενεί.
Κάποιος με ρώτησε κάποτε
«πως γυρνάνε απ’ την άβυσσο;»
«δεν γύρισα ποτέ» του αποκρίθηκα
«ρώτα κάποιον άλλον που να έχει σωθεί.»
Κάτι με αγκάλιασε κάποτε
«θα σε θέλω πάντα» μου είπε και χάθηκε…
Αυτή τη φορά δεν προσπέρασα
κι έμεινα εκεί, αγκαλιά με το «πάντα»
κι ας μη ξέρει εκείνο που χάθηκε
πως μπορεί κάθε χαμένη στιγμή
ενός «πάντα»
να έχει με μια ολόκληρη
χαμένη ζωή πληρωθεί.
Εδώ, έλεγα πάντα να φυτέψω ένα δέντρο.
Γερό, ψηλό, με εξωτικό καρπό.
Μαθεύτηκε.
Ήρθαν πουλιά, χτίσαν φωλιές
πάνω στα όμορφα κλαδιά που θα πετούσε.
Ήρθαν παιδιά, κρεμάσανε σκοινιά
αιωρούνται στο κενό.
Ήρθαν μανάδες, με στάμνες μεγάλες
το ποτίσαν.
Οι άντρες, πάντα ξυλοκόποι, το πελέκησαν
φτιάξαν σκαριά, καράβια, σπίτια...
Και μοναχά ο άνεμος περνώντας απορούσε
για ό,τι χρόνια θρόιζε, για ό,τι λύγιζε καθώς φυσούσε
εδώ, που πάντα έλεγα ένα δέντρο να φυτέψω
μα που αλίμονο, δε βρήκα ποτέ μου τον καιρό.
Έχτισα ένα βουνό στη μέση της πόλης και στην κορφή μια φωλιά
που στα σύννεφα εχάθη
ξεριζώνω καημούς και χαράζω πορεία στα πουλιά
μια πορεία που κανείς δε θα μάθει...
στην κορφή του βουνού
το θηρίο το ημέρεψα σε μια μάχη σώμα με σώμα
μα με νίκησε βλέμμα το βλέμμα…
εκεί στα ίχνη και των δυο μας το αίμα
όσα ζητούσε να δει έχουν αφήσει σε εκείνα που είδα
γκρεμισμένη στο χώμα του ουρανού μια κηλίδα…
νικημένοι κι οι δυο στην κορφή του βουνού
ημερώνουμε ο ένας του άλλου το "έλα"...
στην πλαγιά γλιστερά σκοτεινά μονοπάτια
μα φωτίζουν τα μάτια
του ημερωμένου θεριού.
Στις πλαγιές κάθε αλύτρωτου νου
ατραπός το ανθρώπινο έλα…
Ποια πόρτα άνοιξες στη μνήμη μου και μπήκες
πάνω που η λήθη πλήρωνε όλα τα χρέη μόνη;
και αναρριχήθηκε σε μια ριπή φωτός η σκόνη
από κάτι παλιές για αγορά ονείρων υποθήκες…
Με τίνος σώμα ψάχνοντας τις θύμησες μου βρήκες
ποιο πρόσωπο φοράς; ποια χέρια;
Και πως μου λες πως από χρόνια εδώ ανήκες
και ψάχνεις σε όλα τα παλιά μου τα τεφτέρια
λογαριασμούς που έχουν κλείσει από καιρό
κι εκεί που έλεγα πως μου σβηστήκανε τα χρέη
μου λες: «οφείλεις όνειρα και αγάπη ένα σωρό
η οφειλή που άφησες για πάντα θα σε καίει»…
Άσε τη μνήμη, τράβηξε ξοπίσω σου την πόρτα
ιδανικά και έρωτες τα έχω διπλά πληρώσει
σε μνήμες άλλων πήγαινε τη λήθη τους και ρώτα
με πόση μνήμη θάνατο τα έχω ξεχρεώσει.
Άλογα λόγια διάλεξαν να καβαλάνε οι λύπες
και μπαίνουν σαν φαντάσματα στα βάθη του μυαλού
μα όλο γλιστράνε στις πλαγιές όσων παλιά μου είπες
και πέφτουνε γκρεμίζοντας κάθε μου εδώ αλλού…
εκεί που πάντα αχόρταγοι φτεροκοπάνε οι γύπες
εκεί που όλα σβήνουνε στο φως του δειλινού
κι ανοίγουνε στα σωθικά χίλιοι τερμίτες τρύπες
για να τρυπώνουν τα έγκατα του πόνου μες στο νου…
Άλογα λόγια που αντηχούν φαντάσματα του χθες
ήχοι νεκροί κι αντίλαλοι από σβησμένα χείλη
που σε ρωτούν ότι ήθελες και πάλι αν το θες
και αν αίφνης θα γινόσουνα του άλατος μια στήλη
στρέφοντας με τις στάχτες σου σε εκείνη τη φωτιά
που σου έκαψε τα όνειρα, τα ιδανικά, τη γη
κι όταν φουντώνει σου σκορπά τη στάχτη η καπνιά
κι ανατριχιάζεις σαν ακούς και πάλι την κραυγή
απ’ τα καμένα όνειρα, τους ρημαγμένους κήπους
κραυγή καθώς γκρεμίζουνε τα όνειρα τους ίππους
που όλο γυρίζουν μέσα σου και πέφτουν στα γκρεμνά
όπου έσκαβαν οράματα οι οπλές του πουθενά.
Ψάχνω για μια ραγισματιά
που αρχίζει από το όνειρο
κατηφορίζει τα ιδανικά
και χάνεται στα πάθη…
Δεν ξέρω τι έχω πάθει
ξαναγυρίζω μέσα μου
τη βρίσκω εκεί στα βάθη
την δένω ξανακόβεται
γκρεμίζομαι στα λάθη…
Λες και ματίζω ένα γκρεμό
με τη σκιά ενός αητού
που επέταξε και εχάθη…
Μισή ζωή που κρέμεται
σε ραγισμένα πάθη
και άλλη μισή που δένεται
με όσα δε λέει να μάθει.
Έλα έξω είδωλο
σήμερα πρέπει να μείνω οπωσδήποτε μόνος
έχω κρατήσει στον καθρέφτη μονοθέσιο εξώστη
και ένα καθρέφτισμα απέναντι κενό…
νάχω μπροστά μου τον καθρέφτη αδειανό
να κάτσει απρόσωπος απέναντι για μια φορά
κι άδειος ο πόνος…
Ναι μου κατάντησες πληγή
και υποψιάζομαι
πως μου γυρνάς την πλάτη όταν φεύγω
και στων ειδώλων το κουρέα πας τον σιχαμένο
κι όλο με νέες άσπρες τρίχες μου γυρνάς
και μου λες πως πρέπει να βαφτώ πρωτότυπα κι εγώ
να μη σε πάρουν για αντίγραφο απολωλός και ξένο…
Βαρέθηκα. Το ακούς;
και πάψε να μου λες κατάμουτρα
πως θέλεις να γεράσουμε μαζί και άλλα κρύα τέτοια.
Αυτά σε αυτόν που σου έβαψε έτσι γκρίζα τα μαλλιά
σε αυτόν που έτσι γυμνό σε αφήνει μπρος μου να γυρνάς
και μαρτυράει ποιον αφρό ίδιο ξυρίσματος να παίρνεις…
Έξω είδωλο λοιπόν!
Πάρε αφρό, ξυράφια και πετσέτα
και έλα από δω…
Μόνο σαν φεύγεις
κράτα το κρύσταλλο για λίγο ανοιχτό
και άσε με στα χείλη να σε αγγίξω σαν θα βγαίνεις
θέλω να δω
εάν εκείνη η ουλή στο κάτω χείλος που χρόνια την κοιτώ
πονούσε ίδια με αυτήν που όταν κόβονταν εδώ απ' έξω με πονούσε...
...μα πριν να κλείσεις πίσω το γυαλί δώσε μου λίγο τον αφρό
και σκύψε να γράψω στο κρύο του καθρέφτη το κενό :
Τα εφτά θαύματα τελικά ήταν μόνο τρία
ο προπάτορας κτήνος
ο άνω θρώσκων επί πτωμάτων
και ο νυν εγγονός τους.
Αιτία ο ανθρώπινος αντίχειρας
που έμπροσθεν των άλλων δακτύλων σαν φτάσει
κάνει την αρπαγή των πάντων
οικείο τρόπο τη ζωή να περάσει…
Ενέχεται βεβαίως και το ύψος του λάρυγγα
στο επιστόμιο των σύμφωνων φωνηέντων
με την αντιλαλούσα εντόσθια σκέψη
« δικούς μου όλους σας θέλω».
Η συνήθης τροφή του μικρού κτήνους «εγώ»
το απέναντι δίποδο θήραμα «εσύ»
και η αντιστρόφως υψούμενη πείνα - ευχή
στα κελιά των προς βρώση αιχμαλώτων θηρίων
αχ να βγω
νάσαι μέσα εσύ!
Εκτροχιαστήκαμε κύριοι και κυρίες αντίχειρες του κόσμου
σε τροχιές μαϊμούδων εαυτών
συλλέκτες ασυλλέκτων σκοπών
«και στο παίρνω και δώσ’ μου»…
πολλοί οι πλανήτες επί του πλανήτη γη
και πλάνητες άλλοι τόσοι και μακραίνει η πληγή…
Στην τροχιά της αβύσσου
μετέωρες μνήμες, κομήτες σαν κρίκοι εαυτών
μιας κομμένης στο σύμπαν αλύσου
που όλο ψάλλει στα άστρα το «πάτερ ημών».
Στο πανί οι σκιές δείχνουν άνθρωπο
με άνθρωπο υπό μάλης
το ικρίωμα ντεκόρ άνισης πάλης
για όσους δεν είχαν που την κεφαλήν κλείνε…
ο «σώζων εαυτός» εμπρός όλων των άλλων
φωνάζει «αφήστε με κάτω δικός μου είμαι»
μα εκτός σκηνής ουρλιάζει «τρεχάτε»
και πατώντας τους άλλους τους λέει « με πατάτε»…
μα στο ‘πα δε στο ‘πα κτήνος παλιέ εαυτέ μου
τώρα θρώσκω προς τα άνω
και βοήθα κι εσύ Θεέ απ’ Αυτέ μου
με τα δόντια σε αγγέλου κορμί να πιαστώ, να ‘ρθω πάνω!
Κοιτούσες τα μάτια ένα βλέμμα πιο μέσα. Και κοιτούσες όσα εγώ δεν μπορούσα. Τι να είδες εντός μου;
Εκεί μέσα πως ζω και τι κάνω;
Ακουμπούσες τα χέρια ένα χάδι πιο πάνω. Και στην αφή σου κρατούσες τα ανέγγιχτα για έναν. Πως μπορούσες;
Και πως είναι το χάδι ένα χάδι πιο πάνω;
Περπατούσες μαζί μου ένα βήμα πιο πίσω μα πατούσες ένα βήμα μπροστά μου. Πως περνούσες όταν πίσω μου ήσουν; Που πατούσες; Το ένα βήμα το πίσω δικό σου.
Τίνος το βήμα το άλλο το μπροστά το μεγάλο;
Χτες το βράδυ γυρνούσες δυο στενά παραπάνω και ρωτούσες για μένα. Πώς περνώ και τι κάνω. Μα κανείς τους δεν με είδε και κανείς τους δεν ήξερε αν υπάρχω, που μένω, τι κάνω.
Τι ρωτούσες; Αφού χίλιους τόπους
πιο πάνω
πιο μέσα
πιο πέρα
από κει που θαρρούσα ότι ζούσα
με τα μάτια, τα χέρια, την ψυχή με κρατούσες!
Γεννώνται αργά όσοι αισθανθήκαν στη μήτρα νωρίς
ανασκευάζουν εκεί που δεν τους ξέρει ακόμα κανείς
κλάμα και γέλιο μιας και μόνης ψυχής
νιώθουν τον πόνο έτσι στον κόσμο να βγεις
παίρνουν στροφή με τα μάτια κλειστά
και στο λώρο αίφνης το αίμα μαυρίζει
λάθος το δρόμο έχει δέσει ή σωστά
έξω τα φώτα ποιο φως τα ορίζει;
Το ξένο αίμα τελειώνει για πάντα
το πρώτο άκουσμα μια άγνωστη μπάντα
"να η ζωή κλάψε κλάψε έχεις βγει"
το φως που βλέπεις δεν είναι αυγή
κεριού είναι νήμα που καίει στην ψυχή
ίσως κι η μόνη αγνή προσευχή…
«σκουπίστε το αίμα δεν είναι το δικό του»
θα πει μια φωνή
"κόψτε τον άχρηστο για ζωή αφαλό του
και δέστε το λώρο για το θάνατό του…»
Ναι πάνε αργά όσοι νοιώσαν νωρίς
πως ίδιος δεν βγήκε στον κόσμο κανείς
ο λώρος τέλος, μονάχο το αίμα κυλά
και φοβούνται κι αγγίζουν άλλη σάρκα δειλά
κι ονειρεύονται πάντα πως το όνειρο χάνει
μα το όνειρο είναι μήτρα που η ζωή δεν την πιάνει
του ονείρου ο λώρος γράφει πάνω «γενναίος»
«ο θάνατος μπρος η γέννηση τέως».
Ξέρω κινδυνεύω ακόμα πιο ασύμφορος να σας φανώ
και αφελής επενδυτής να αποδειχτώ για μια φορά ακόμα
αγοράζοντας και άλλη θλίψη
μα σε αυτή την αγορά την έχουνε στον πάγκο έξω έξω
και πρέπει επειγόντως όσα έχω να διαθέσω .
Τα αισθήματα βλέπεις μέρα με τη μέρα χάνουν
και με τα τόσα πια άνευ αξίας μαραμένα "φευ"
μόνο με λίγα φρούδα "αχ" θα αναγκαστώ να τα ανταλλάξω…
Ναι θα αγοράσω,
έστω σε λύπη με μακρύ κοτσάνι
με ρίζα άκοπη στα μέσα μέσα δάκρια να φτάνει
αφού η χαρά η στενόφυλλη πουλιέται λίγο λίγο
και μου μαραίνεται στο αλμυρό αμέσως
γιατί είναι η ρίζα της κοντή και μου απαιτεί κι απόσταγμα νερό…
Ναι δε με μέλλει
και να επενδύσω σε πιο φρέσκια οδύνη
κάτι θα βρω στα δάκρια να μαγειρέψω
ίσως εμένα, ίσως και όση απ’ τη θύμηση έχει μείνει
ή και τα δυο
πιο γευστικός και με τους δυο κύβους ο καημός θα γίνει…
Ναι θα αγοράσω όση θλίψη ο πάγκος έχει.
Και μάλιστα από κείνη με τη γεύση μανταρίνι
με το κουκούτσι μνήμη που άλλος το τρώει κι άλλος το φτύνει
για να έχω πότε το ένα πότε το άλλο να επιλέξω…
Και άλλα τόσα σε λεμόνι
με τη φλούδα τη χοντρή ξεχωριστά ψιλοκομμένη
να συνηθίζει σιγά σιγά η γλώσσα το ξινό
απ’ το λεμόνι που το κάνουνε γλυκό
κάποιοι μου φίλοι
για να γλυκαίνουν με μεταλλαχθέν γλυκαντικό
την άγευστη καθάρια ύλη.
Α… κι ένα ματσάκι φρέσκο μαϊντανό
μήπως και πάψει επί τέλους
του παπαγάλου μου το ακόρεστο το στόμα
που όλο μου λέει και ξαναλέει:
«μην αγοράσεις από κει
μην αγοράσεις από κει…
έχει πιο κάτω λαϊκή
έχει πιο κάτω λαϊκή
που έχει ο θάνατος ανοίξει
και γράφει: "με τη ρίζα μες στο χώμα της η θλίψη"
"και δωρεάν ο μαϊντανός για μια ζωή
στον παπαγάλο που απελπισμένο αγοραστή θα υποδείξει!"
Ποιός έχτισε στης πλώρης μου τα κύματα κολόνες
ποιός κόλλησε στην πρύμνη μου τους πόθους χαμηλά
και νόμισε αταξίδευτους θα αφήσω τους αιώνες;
Οι ναύτες στο κατάστρωμα κι ΟΛΟΤΑΧΩΣ ΨΗΛΑ!
Να σηκωθούν οι άγκυρες και όρτσα τα πανιά
οι μούτσοι ας ξεπλύνουνε αυτή τη μελανιά
που άφησε στο κατάστρωμα το χτεσινό μπουρλότο
ο Δεύτερος στη γέφυρα βάλτε γάζες στον Πρώτο
και δέστε με εκεί ψηλά στο μπροστινό κατάρτι
γιατί έχω το προαίσθημα για ένα καιρό αντάρτη
αφού κάποιες σειρήνες μου τις έφαγαν οι λύκοι
που πέρασαν το πέλαγο θαλασσινό τσιφλίκι…
Βίρα λοιπόν τις άκυρες και λύστε τα σκοινιά
κι έτσι όπως σαλπάρουμε ρίξτε μια κανονιά
χαιρετισμό στον άγριο των άφτερων ντουνιά
και αμολήστε πίσω μας με αγκίστρι στο φτερό
εκείνο το σκυλόψαρο που με ζητάει καιρό
χτυπιέται στην καρίνα μου στραβώνει την προπέλα
και βγαίνει από τα ύφαλα κι όλο μου λέει «έλα
έλα να πλέξουμε μαζί θαλασσινά τριφύλλια
γοργόνες τριαντάφυλλα ταξίδια από κοχύλια»…
τέρμα θαλασσολούλουδα και οι ψευτιές στα χείλια…
Εσύ λοστρόμε να κοιτάς με κιάλια στα ψηλά
μήπως μας λέει ψέματα κι αυτή η αστροφεγγιά
είναι του φεγγαριού το φως ή το δικό μου χνώτο
και τι έχει μες στα σύννεφα κι όλο χτυπούν με κρότο
κι εκείνος ο μεσίστιος που έρχεται καημός
νάναι απ’ το νόστο που θα ‘ρθει ή του φευγιού καπνός
και πόσο απέχει απ΄το νερό του φεγγαριού η στεριά
πουλιά είναι στα σύννεφα ή φτερωτά σκαριά
και σίγουρα αρμενίζουμε σε άστρα θαλασσών
αφήνοντας ξοπίσω μας το πέλαγο των μουσών;
Κοίτα να δεις το πέρασμα όπου περνούν οι αιώνες
εκεί που μόνα κύματα είναι οι αστρικοί μουσώνες!
Δεν υπάρχει κανείς που να μην υπάρχει και κανείς που να μη το ονειρεύεται...
Η στιγμή σαν αιώρα
σαν αιώνιο ναυάγιο
μες στο κύμα το τώρα...
Δεν μπορεί θα είχα άγιο
αφού δεν είχα πυξίδα
και χτυπά σα σε βράχο
ό,τι βρήκα και είδα
με ότι δε βρήκα για νάχω!
Σε εσένα πλοηγώ τις σκέψεις.
Νύχτα αργά το φως σβηστό
δεν θέλουν φως αυτές οι επισκέψεις.
Εγώ εδώ κι απέναντι αυτό
καράβι μεταγωγικό
με άδειες καμπίνες
άδειο από λέξεις.
Δεν του μιλώ μόνο κοιτώ
να το ανεβάζουν άδειο τα νερά
με μηχανές σβηστές
και με μια πλώρη
που θα μου έπαιρνε το χτες…
ήσουν στη γέφυρα
κι ήμουν εκεί που θα έριχνες σκοινιά
να πλεύριζες
τις ταξιδιώτισσες τις σκέψεις…
μα είναι τόσο αργά
το ρυμουλκώ εδώ στην αγκαλιά
και όλο εκεί κοιτώ
στη γέφυρα
να ανάψεις φως
να επιστρέψεις।
Κάποιοι ίσως νομίσανε
πως ξαφνικά περάσαμε σε άλλη εποχή
από το όρθιο βάδισμα στο βάδισμα του λύκου
εκεί που πέφτουνε πρηνείς
όταν ακούνε ανθρώπους
και στα δυο πόδια ορθώνονται
οι λύκοι σε χορό…
κι ίσως δεν έχουν άδικο
μα μπέρδεψαν τους τόπους
που πισωστρέφει ο άνθρωπος
και γίνεται θεριό…
Μοναχικός ο λύκος
μα το θεριό που ορθώθηκε είναι πιο μοναχό
γιατί δεν βλέπει που πατά
και σκέφτεται όλο μήπως
μήπως με προσπεράσανε
εκείνες οι χαρές;
Ή μήπως και πάλι ξέχασα τις πόρτες ανοιχτές
και ξαναρθεί ο λύκος;
Μοναδικό το πέρασμα που αφήνουν οι στιγμές
μοναχικό το πέρασμα και για τον γκρίζο λύκο.
Ας βλέπουμε όλοι πίσω μας αγέλες και σκιές
καθένας μόνος του περνά στο «αύριο θα λείπω»…
Θέλω να πω στο λύκο που αναζητάει οδό…
δεν πάτησα το δρόμο σου
κι είναι τόσο απλό: είμαστε εμείς ο δρόμος
που ξεκινάει πάντοτε μα πάντοτε από δω
και φτάνει στα μακρύτερα σοκάκια του μυαλού
έτσι βαδίζουμε όρθιοι μόνο πατώντας νου…
(κι εκεί μαθαίνεις τρόπους
για να πατάς και ανθρώπους)
και μια συμβουλή:
αν όντως ψάχνεις πέρασμα λύκου αληθινού
γύρνα στα μονοπάτια σου αυτά του φεγγαριού
εκεί που κάθε πέρασμα τη νύχτα είναι ανοιχτό
εδώ αν μείνεις θα περνάς μόνο με ουρλιαχτό!
(κρατάω την ταμπέλα σου ενθύμιο εγώ
κρατάω και την ανάρτηση μα και κλειδί διπλό)
και τα μάτια σου κατά το γνήσιο πέρασμα
το μοναδικό
το δικό σου!
(τα ευχαριστώ μου για την συμπαράσταση στα σχόλια)
Μήνυμα αφήνω και ουρλιαχτό
σε αυτόν που γράφει σε τούτη τη σελίδα
να φύγει απ’ το blog αυτό
αφού εγώ πρώτος το είδα...
θυμάμαι πως εχιόνιζε κι ήθελα να κρυφτώ
και έφτιαξα ολομόναχος εθελουσία οδό
να σκέφτομαι ανθρώπινα μα να αναρτώ τους λύκους
μα φαίνεται ίχνη άφηνα στο χιόνι το νωπό
γιατί είδα στο κατόπι μου έναν με κάτι τύπους
που βρήκαν δρόμο ανοιχτό και κρέμασαν ταμπέλα…
«εθελουσία οδό»
μα τέρμα ως εδώ
κι αφήστε τα την μάθαμε αυτή την καραμέλα
που δεν μου αφήσατε μια γη πέρα απ’ τα καμένα…
τελειώσαμε τα μα και μου είναι η φωλιά για μένα
κι αφήστε και τα σχόλια κι αυτές τις ετικέτες
εδώ θα γράφει στο εξής «του λύκου το τσαρδί»
και στην αρχή του δρόμου «το πέρασμα του λύκου»
δε θα μιλάν πια άνθρωποι κι όποιος έχει αντίρρηση
με ουρλιαχτό να μου το πει. Κλείνει το μαγαζί
και ο γιατρός να τσακιστεί έχει αφήσει εγχείριση…
Εδώ δε θέλω ψέματα κι ανθρώπινα τερτίπια
και μη νομίζετε πως θάρρεψα ίσως επειδή τα ήπια
θα πίνω και με πανσέληνο να ακούγεται ουρλιαχτό
κι όταν ακούω βήματα θα τρέχω να κρυφτώ
στους σκοτεινούς απάτητους που έχω αφήσει τόπους
γιατί από σας ο μοναχός που είπε το σωστό
είναι αυτός που δήλωσε πολύ ειλικρινής
«ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους»
(Ο Καρυωτάκης ναι αυτός!)
Τέλος! (για εσάς)
Μη με φοβάστε
άλλος και άοπλος θα επιστρέψω.
Μόνος.
Με μια σημαία που ανεμίζει
όταν φείδεται ο χρόνος
θα προελάσω και θα παραδοθώ.
Και ίσως
λέω ίσως, έτσι υποτάξω λεπτοδείκτες
από το ίδιο το «φείδου» προσωπικός απεσταλμένος.
Ωχρός
ίσα να στάζει το μελάνι η πένα
αφού μετάγγισα ψυχή αντί για αίμα
σε κάτι αγγεία ραγισμένα
για να δακρύζει στον πηλό τους ο πηλός μου.
Φεγγάρι έλα
με το ασημί σου ξέπλυνε τα χέρια
πλύνε και κάτω απ’ τα σκοινιά
τους κόμπους λύσε
κι ύστερα κάνε παρακεί
να απλώσει κάπου τα φτερά και η τύψη.
Σου γράφω πάλι. Ακοίμητος. Άυπνος
Άγνωστες λέξεις με κατακλύζουν καθώς όλο το σύμπαν μιλάει μέσα μου για σένα.
Κι ούτε ξέρω που να το στείλω έτσι αλύτρωτο τούτο το γράμμα… Φανέρωσε μου τον τόπο…
Όσες γνωστές λέξεις ήξερα μου τις πήρε το ανεπίδοτο στα προηγούμενα γράμματα. Τι ωφελεί το χαρτί πια;
Τι ωφελεί το ευανάγνωστο στο μη ιδωμένο;
Τι ωφελεί η γραμματική στο αναλφάβητο «δεν μπορώ να σε δω, να σε έχω»;
Μου εξαντλήθηκε ο γνωστός λόγος. Τόσα «που είσαι;» τόσα «πως μπορείς μακριά;» τόσα «φανερώσου»…
Περίεργο δεν είναι; Εδώ είναι τρεις το πρωί κι ούτε που ξέρω εκεί τι ώρα σου λέει ο χρόνος πως είναι για μένα.
Τι σημασία έχει θα μου πεις πότε και πως σου απαντά η απουσία;
Ο χρόνος πάντα μετρά στα συνήθη λεπτά. Τόσα του ύπνου , τόσα του ξύπνου, τόσα του με τα μάτια ορθάνοιχτα, τόσα του απεγνωσμένου…
Στο τελευταίο γράμμα σου είχα πει πως συνήθισα πια να μη κοιμάμαι. Το νεότερο είναι ότι απ’ το φόβο μη περάσεις σε ένα κλείσιμο των ματιών και χαθείς αφαίρεσα τα βλέφαρα μου.
Μα τι να τα κάνει κανείς τα βλέφαρα μες στα πηχτά σκοτάδια; Τι να τα κάνει και τόσα όνειρα κλειστά; Ποιος θάρθει πια να μου τα πάρει; Τώρα δακρύζω θέλω δε θέλω και θολώνουν οι σκέψεις.
Ναι, να ξέρεις πως δε φταίει η θάλασσα των αποστάσεων αν οι λέξεις έχουν κάπως μουλιάσει. Και στεγνά καθαρά ολοστρόγγυλα όσα είχαν γραφτεί δεν υπάρχει κανένας μπροστά τους εκεί να τα διαβάσει…
Ναι τώρα σε άγνωστη γλώσσα σου μιλώ και γράφω.
Θα απορείς πως χώρεσαν τόσες άγνωστες λέξεις στο αδιαχώρητο ξανά και ξανά και ξανά ειπωμένο; Μα τι αξία έχει πια ο άνευ παραλήπτη σωστά αρθρωμένος ανθρώπινος λόγος θα σου απαντούσα εγώ. Και τα όσα ευανάγνωστα σου έχω γράψει όσα θέλαν να σου πουν θα έχουν πια γεράσει.
Θυμάσαι το δάσος που πάντα σου έλεγα να περπατήσουμε όταν θα ‘ρθεις εκεί;
Κάποιοι το έχουνε κάψει. Θες ένα καμένο κλαδί απ’ τα χιλιάδες «που είσαι;» Ένα φύλο που φύλαγα σαν θάλεγες το πρώτο «γεια σου, ήρθα»… Είναι κίτρινο γιατί οι ελπίδες φύλο το φύλο έτσι γερνάνε, κιτρινίζοντας. Παίρνουν το χρώμα πάντα χρυσών νομισμάτων κάτω από τα δέντρα ίσως για ξεπληρώσουν έτσι τα πανάκριβα παλιά θροϊσματα τους…
Μα και το πρόσωπο σου εντός μου είναι πια πιο ωχρό. Έχουν ασπρίσει και τα μαλλιά σου… τώρα πια δεν ξέρω αν θροϊζουν αυτά η στάχτη όταν το φύλλο ονειρεύεται λευκά και γκρίζα όνειρα στα εντός κλαδιά και εσύ στρέφεις το κεφάλι προς το καμένο δάσος…
Το όνομα σου σε όλα τα γράμματα μου έχει σβηστεί…Γι αυτό γράφω ονόματα που δεν έχουν ποτέ ακουστεί για να μη ξέρει πως σε λένε ο χρόνος. Κάποτε σε λέω ανέγγιχτη ρίζα , άλλοτε λευκό μου έλα και άλλοτε το πιο μαύρο κομμάτι στο καμένο δάσος…
Ο ταχυδρόμος λέω θα έχει πολύ οργιστεί μαζί μου και ίσως τα γράμματα να τάχει πετάξει।
Μα το πρόσωπο σου πάντα εκεί. Αλλαγμένο απ’ τα χρόνια και χλωμό απ’ τη στιγμή που βαθιά μου το είχα χαράξει.
Πότε κλαις εκεί μακριά και πότε νομίζω πως λες «κι αυτό θα περάσει».
Τότε κι εγώ κάθομαι εκεί μπροστά στο κίτρινο φύλλο και μιμούμενος εσένα του λέω σε μια άγνωστη γλώσσα «γεια σου ή ρ θ α»… Μα και το κίτρινο του έχει τόπους τόπους γεράσει. Δεν με ακούει καλά τελευταία.
Και πια δεν τρέμω για σένα μα για το άρρωστο κίτρινο φύλλο.
Μη φυσήξει απ’ το «γεια» δυνατά και χαθεί σαν και σένα στο καμένο δάσος.
Ή μη πνιγεί απ’ τα φιλιά και μου πεθάνει στα χείλια…
Πάλιωσε ο κόσμος, έγειρε
και η ζωή χωλένει….
Σβουνιά να είναι στα σύννεφα
ή ήλιος που πεθαίνει;
Και σε ό,τι χρόνια έγνεφα
γιατί σταυρό ανεβαίνει;
Ποιόν έδεσα; Ποιόν κάρφωσα;
που βρήκα τα καρφιά
κι έτσι με μιας ανάλωσα
της γης την ομορφιά;
Κρυώνω. Από πού φύσηξε;
Ποιος μου ‘σκισε τα ρούχα;
Με θάνατο ποιος τύλιξε
ό,τι για απέθαντο είχα;
Κι εκείνο μου το ομοίωμα
που κουβαλάει σταυρό
που πάει το ικρίωμα
της γης στον ουρανό;
Έγειρε η μέρα τέλειωσε
απ’ το μεγάλο ψέμα
πως ό,τι το χάραμα έσβησε
θα αναστηθεί τo γέρμα…
Είπαν με άφεση θα ξεπλυθεί
η σβουνιά με το στανιό
πως ο πιλάτος θα χαθεί
και θάρθει πνεύμα νιο!
Ψεύτικε κόσμε πάλιωσες
άσε τα παραμύθια
και τα κεριά που έλιωσες
ήταν από συνήθεια!
Θυμάμαι που μου λέγανε
όταν ζωή ζητούσα
«έδωσα ό,τι μπορούσα»
κι εκείνους που δε μένανε
όταν παρακαλούσα
που λέγαν σα με βλέπανε
"κάποτε θα περνούσα…»
Θυμάμαι κι άλλους που είχαν πει
καθώς αιμορραγούσα
«πήρες την κατιούσα…»
Δεν ήξερα τι πάει να πει
«έδωσα ό,τι μπορούσα»
Και πότε είναι το «κάποτε…
κάποτε θα περνούσα…»
κι ούτε γιατί μου λέγανε
«πήρες την κατιούσα…»
Μα ούτε κανείς τους πίστευε
πως σαν αιμορραγούσα
μες στο δικό τους «κάποτε»
δικό μου κατακόκκινο ένα «αυτό μπορούσα»
έσταζε και ξεχρέωνε
όσα εγώ ζητούσα!
Φώναζαν «κρύψου» στις γωνιές
κι ένα «σε είδα, βγες»
με πρόδωσε και βγήκα
μα ούτε αυτόν που φύλαγε
ούτε ποιος τόπε βρήκα!
Εκεί που αντηχούσαμε
το «φτου ξελευτερία»
σκουπίζει ό,τι φτύσαμε
στη γη της, η ουτοπία
κι ότι άφτυστο αφήσαμε
το κρύβει με αγωνία!
Κι εκεί που περπατούσαμε
τώρα βαδίζει η λήθη…
Τα τσέρκια που κυλούσαμε
Κυλούν στο παραμύθι
κι οι δράκοι που μισούσαμε
Κρύφτηκαν μες στα πλήθη…
Σε κάθε τέλος έλεγα αρχή
αυτό το τέλος θα στάξει
μ’ αυτό που καρτερούσα ναρθεί
κάτι το έχει τρομάξει
λες και το κάλεσμα νάχει χαθεί
κάπου ανάμεσα σώμα – ψυχή
κι ότι πάει τη ζωή να αλλάξει
ραγισματιά που γκρεμίζει όπου στάξει...
Έλεγα τέλος κι έβαζα αρχή μα κάθε αρχή μου έχει ρημάξει
σταλαγματιά τόσο ρηχή
σ' άδειο κουκούλι δίχως μετάξι
ο ερχομός μια σκιά που έχει χαθεί
κάπου ανάμεσα σώμα – ψυχή
και δεν αφήνει τη ζωή μου να αλλάξει
τι νάχε η αρχή από κάθε τέλος φυλάξει;
αγάπη; μίσος; οργή;
και πόσο ακόμα αργεί
μια καινούριας ημέρας η αρχή να χαράξει;