Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

τι να βλέπει η βροχή;

Σαν ψυχή η βροχή που κυλάει στο τζάμι
που σαλεύει και κλαίει και πότε πότε γελά
για ότι ζει εκεί μέσα σα να ζει σε θαλάμη
και θολώνει το τζάμι να μη το βλέπει καλά…

πως αλλάζει μορφή η βροχή
στη ζωή μας σαν στάζει
σαν υγρή παγωμένη ψυχή
τι κοιτά στο γυαλί και τρομάζει;

εκεί στη σκάλα που κανείς δεν περνά
ποια να κοιτάζει αόρατα ίχνη
κι όλο χαϊδεύουν σκαλοπάτια γυμνά
οι υγρές οι ματιές που τους ρίχνει;

τι να βλέπει που κανείς δεν γνωρίζει
κι από τοίχο σε τοίχο ποια σκιά να ζητά
και τόσα δάκρυα σε ποιόν τα χαρίζει
που βρέχει από ώρα με αναφιλητά;

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

στο πλάσμα εντός μου...


Παρουσία του αγίνωτου ακόμα εσύ
σε ποιο άγνωστο εντός μου νησί
κατοικείς
και για όσα δεν είπαν ποτέ οιωνοί
σε ακούω με σειρήνας φωνή
να καλείς;

Γιατί τρέμει η γη των ηπείρων;
Σε ποια φυλή πατάς ονείρων
να βγεις;

Κρυμμένο μέσα μου πλάσμα ποιών θεών εντολές
εκτελείς;
που όλο λες
«μοναχά αν με δεις θα σωθείς»;

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

παραπεταμένα λυχνάρια αγοράζω...



Παραπεταμένα λυχνάρια αγοράζω
ένα πνεύμα ξεχασμένο ίσως βρω
τις τρεις ευχές να ζητά μα εγώ να κοιτάζω
στα μαγικά του τα μάτια τον χαμένο καιρό…

ένα πνεύμα,
να το λένε Αντώνη, Βαγγέλη ή Νικόλα
να μη μου μιλά μα να ακούγονται όλα
των ονείρων η πόλη με τα φώτα σβηστά
οι μεγάλες αγάπες με δυο χείλη κλειστά…

να του λέω Αντώνη μη κοιτάς το φεγγάρι
να του λέω Βαγγέλη να κοιτάς πιο κοντά
να του λέω Νικόλα πόση φόρα είχες πάρει
και μας πήγες τις ζωές τόσες ζωές μακριά;

η μαργαρίτα εκείνη που μαδούσαμε Αντώνη
δεν ήταν λουλούδι, ήταν η δική μας κοπέλα
ήταν η μαγική μας η πόλη Βαγγέλη που λιώνει
ήταν ο χρόνος Νικόλα που μας έλεγε έλα…


και τώρα φύγε Αντώνη, κρύψου Βαγγέλη
χάσου κι εσύ ρε Νικόλα
πως γίνατε όλα τα λυχνάρια μια αγέλη;
Άδεια λυχνάρια πως γίνανε όλα;

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Η ΠΙΝΑΚΙΔΑ ΠΟΥ ΕΚΡΥΒΑΝ ΚΑΤΙ ΞΕΡΟΛΙΘΙΕΣ...


Είδα αμέτρητες φορές που κύλαγε ο τροχός
και άλλες που ταξίδευε μονάχο του το δάκρυ
είδα στην άμπωτη να αδειάζει ο γιαλός
και να ραγίζει ο βυθός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Είδα τις μέλισσες να αφήνουν το κεντρί
και να πονούν που έδωσαν σε άλλον το φαρμάκι.
Είδα πως καίει η φλόγα το δεντρί
είδα πως γίνονται τα ανθρώπινα τα ράκη…
Είδα να σφίγγονται τα χάδια σε γροθιές
είδα η αγάπη να μισεί ότι αγαπούσε χθες...

δεν είδα καθώς πέρναγα σ’ εκείνες τις στροφές
μια πινακίδα που έκρυβαν κάτι ξερολιθιές
που έγραφε « μονόδρομος, τελειώσανε οι ευχές
είμαι ο μόνος δρόμος σου με θέλεις δε με θες
».

 
Site Meter